- χονδροπτισάνη
- χονδρο-πτῐσάνη [pron. full] [ᾰ], ἡ,A gruel of groats as a drink for sick persons, Paul.Aeg.1.72.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χονδροπτισάνη — ἡ, Α αφέψημα από χόνδρους, δηλαδή από χονδροαλεσμένο σιτάρι, το οποίο δινόταν σε ασθενείς ως ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + πτισάνη «αφέψημα από χόνδρους ξεφλουδισμένου κριθαριού»] … Dictionary of Greek
χονδροπτισάνην — χονδροπτισάνη gruel of groats fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)